- φθισικεύομαι
- φθῐσῐκ-εύομαι,A to be consumptive, Androm. ap. Gal.13.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθισικεύομαι — Α [φθισικός] (αποθ.) είμαι φυματικός … Dictionary of Greek
φθισικευομένοις — φθισικεύομαι to be consumptive pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισικευομένους — φθισικεύομαι to be consumptive pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)